- καταδιώκεται
- καταδιώκωfollow hard uponpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… … Dictionary of Greek
θεήλατος — η, ο (AM θεήλατος, ον) 1. αυτός που καταδιώκεται από τον θεό («θεηλάτου βοός δίκην», Αισχύλ.) 2. ο σταλμένος από τον θεό, ο μοιραίος («μή τι καί θεήλατον τοὔργον τόδε», Σοφ.) αρχ. 1. αυτός που καθοδηγείται από τον θεό 2. ο κατασκευασμένος για… … Dictionary of Greek
καταζητώ — (AM καταζητῶ, έω) νεοελλ. 1. (για αστυνομική ή δικαστική αρχή) αναζητώ επίμονα, καταδιώκω για σύλληψη ύποπτο ή ένοχο ο οποίος διαφεύγει 2. (η παθ. μτχ. ενεστ. ως επίθ.) καταζητούμενος, η, ο αυτός που καταδιώκεται για να συλληφθεί μσν. 1. ερευνώ,… … Dictionary of Greek
κιρκήλατος — κιρκήλατος, ον (Α) αυτός που καταδιώκεται από τον κίρκο («κιρκηλάτου ἀηδόνος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κίρκος + ήλατος (< ἐλαύνω «οδηγώ, διώκω»), πρβλ. ιππ ήλατος, τροχ ήλατος. Το η λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
ληστοδίωκτος — ληστοδίωκτος, ον (Α) αυτός που καταδιώκεται από ληστές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληστής + δίωκτος (< διώκομαι)] … Dictionary of Greek
λόρι — (lori). Κοινή ονομασία διαφόρων ειδών παπαγάλων της οικογένειας των λοριδών, της τάξης των ψιττακομόρφων. Το σώμα τους είναι σχετικά μικρό, με μήκος 17 30 εκ. και βάρος 50 150 γρ. Χαρακτηρίζονται από φτέρωμα έντονου χρώματος που καταλήγει σε… … Dictionary of Greek
μοσχόβους — Κοινή ονομασία του είδους Οvibos moschatus, της οικογένειας των βοοειδών, της τάξης των αρτιοδακτύλων. Εξαιτίας των ανατομικών χαρακτηριστικών του, αυτό το μηρυκαστικό κατατάσσεται στην υποοικογένεια των καπρινών. Οι διαστάσεις του είναι… … Dictionary of Greek
ποινήλατος — ον, Α 1. αυτός που καταδιώκεται από τις Ποινές, από τις Ερινύες 2. αυτός τον οποίο οι Ερινύες εμβάλλουν σε κάποιον («ποινήλατος μανία», Σιμπλίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποινή + ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. αμαξ ήλατος, με έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
προσωπικός — ή, ό / προσωπικός, ή, όν, ΝΜ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόσωπο ανθρώπου ή ζώου («προσωπική αρτηρία») 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόσωπο ως άτομο, ατομικός (α. «προσωπική πρόσκληση» β. «προσωπική ποιότης», Ευστ.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
σκλάβος — Αιχμάλωτος, δούλος. Λέγεται επίσης μεταφορικά και για κείνον που εργάζεται σκληρά. «Δουλεύει σαν σ.». Γενικά σ. ονομάζονται εκείνοι που τους πουλούσαν στα λεγόμενα σκλαβοπάζαρα. Σε σκλαβοπάζαρα του είδους πουλήθηκαν στην Αίγυπτο και πολλοί… … Dictionary of Greek